Ελπίδα δίνουν συχνά οι αναφορές στα τεστ αντισωμάτων, τα οποία θα μπορούν να εξακριβώσουν αν κάποιος νοσεί ή έχει περάσει την covid-19. Όλες αυτές οι συζητήσεις είναι όντως καλές να γίνονται, παρόλο που, όπως όλα τα πράγματα, δεν είναι όσο απλό όσο ακούγεται, ούτε είναι η απόλυτη λύση που θα μας επιτρέψει μονομιάς να επιστρέψουμε στην καθημερινότητα. Σε μια σειρά από άρθρα που θα ανέβουν σύντομα, θα αναλύσουμε πολλές πτυχές των τεστ αντισωμάτων. Για αρχή όμως, ας θέσουμε τις βάσεις.
Τι είναι τα αντισώματα; Ουσιαστικά είναι ειδικά εργαλεία που χρησιμοποιεί ο οργανισμός για να αντιμετωπίσει ένα παθογόνο μικροοργανισμό, όπως έναν ιό ή ένα βακτήριο. Για την αντιμετώπιση των λοιμώξεων όπως αυτή από τον SARS-CoV-2 ιό, το ανοσοποιητικό σύστημα χρησιμοποιεί ένα πολύπλοκο σύστημα κυττάρων και πρωτεϊνών. Με την είσοδο ενός μικροβίου στον οργανισμό, ειδικά κύτταρα εκπαιδευμένα στην αναγνώριση των “εισβολέων” αρχίζουν μια αλυσίδα από αντιδράσεις με σκοπό την αναγνώριση και αντιμετώπιση τους. Αυτή η αντιμετώπιση γίνεται βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα με διαφορετικούς τρόπους. Η πρώτη αντίδραση είναι ένα περιοριστικό μέτρο ουσιαστικά, ένας τρόπος να εμποδίσει ο οργανισμός την πρόοδο της λοίμωξης, ενώ κερδίζει χρόνο για την μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση, που δεν είναι τίποτα άλλο από την δημιουργία ειδικών αντισωμάτων για τον ιό. Τα αντισώματα είναι πρωτεΐνες που φτιάχνουν τα κύτταρα και είναι σχεδιασμένες για τον ιό, όπως ένα κλειδί αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη κλειδαριά. Αυτά τα αντισώματα παράγονται μερικές μέρες μετά την έναρξη της νόσου, και συγκεκριμένα πρώτα παράγονται τα λεγόμενα IgM αντισώματα και στην συνέχεια τα IgG, τα οποία είναι ακόμα πιο ειδικά. Στην ανίχνευση αυτών των μοναδικών για τον ιό αντισωμάτων βασίζονται οι μοριακές δοκιμασίες.
Ένα σημαντικό πλεονέκτημα που παρουσιάζουν έναντι όλων των άλλων διαγνωστικών εργαλείων είναι ότι τα αντισώματα παράγονται και κυκλοφορούν στο αίμα για αρκετό καιρό μετά την λοίμωξη, με αποτέλεσμα να είναι οι τέλειοι στόχοι για ένα τεστ που θα επιβεβαιώνει ότι κάποιος έχει περάσει την COVID-19, ακόμα και αν εμφάνισε ήπια ή και καθόλου συμπτώματα. Ακόμα οι ορολογικές εξετάσεις -όπως λέγονται- βρίσκονται υπό ανάπτυξη και σίγουρα δεν υπάρχει αρκετό βιβλιογραφικό υλικό για την συγκεκριμένη νόσο. Παρόλα αυτά, τεράστιες προσπάθειες καταβάλλονται καθημερινά, βασισμένες σε παραπλήσια τεστ που υπάρχουν ήδη για τα αντισώματα άλλων λοιμώξεων, όπως της Influenza.
Εφόσον αναπτυχθεί ένα τεστ αντισωμάτων με μεγάλη ακρίβεια, και μόνο τότε, θα είναι ασφαλές να το χρησιμοποιήσει το σύστημα υγείας αλλά και το κοινωνικό σύνολο. Λόγω της ευκολίας στην χρήση τους αλλά και του σχετικά φθηνού κόστους τους, αποτελούν την καταλληλότερη εξέταση για τον πληθυσμό. Συγκεκριμένα, αυτά τα «testing kit», που δρουν παρόμοια με τα εμπορικά τεστ εγκυμοσύνης ή τα μηχανήματα που ελέγχουν το σάχαρο στο αίμα, θα μπορούν να επιβεβαιώνουν εάν κάποιος έχει ήδη περάσει την νόσο, και συνεπώς μπορεί να επιστρέψει στην καθημερινότητα του. Φυσικά, αυτό προϋποθέτει μεγάλη διαγνωστική ακρίβεια, γιατί αλλιώς θα είναι ιδιαιτέρως ζημιογόνο να νομίζει κάποιος ότι έχει νοσήσει και συνεπώς είναι προστατευμένος, ενώ δεν είναι.
Λόγω της ανάγκης αυτής για εξακρίβωση της ευαισθησίας και της ειδικότητας, τα ήδη υπάρχοντα τεστ δεν έχουν υιοθετηθεί πλήρως από τα κράτη. Πολλές εταιρίες, ειδικά προς τα τέλη του Μαρτίου, κυκλοφόρησαν διαγνωστικά πακέτα βασισμένα σε αυτή την τεχνοτροπία, και μάλιστα κάποια έχουν λάβει έγκριση για χρήση εκτάκτου ανάγκης από τον FDA στην Αμερική. Στην Ελλάδα ανακοινώθηκε στις 30 Μαρτίου ένα testing kit, αλλά παραμένει ακόμα να φανεί κατά πόσο θα χρησιμοποιηθεί. Οργανισμοί όπως το Gates Foundation συνεργάζονται με κυβερνητικά σώματα για την εξέλιξη αυτών των εργαλείων.
Μετά από αυτή την εισαγωγή θα αναλύσουμε διάφορες πτυχές του θέματος, όπως για παράδειγμα τι σημαίνει πραγματικά για την καθημερινότητα κάποιου να βγαίνει θετικός ή αρνητικός, ενώ θα ακολουθήσει ένα άρθρο χωρισμένο σε 3 μέρη από έναν διδακτορικό ερευνητή, μεταφρασμένο από εμάς, που αναφέρεται στα τεστ αντισωμάτων και αναλύει ό,τι μπορεί να χρειαστεί κανείς.