COVID-19 ΚΑΙ ΜΣΑΦ

Σε μελέτες έχει φανεί πως  η μακροχρόνια χρήση ΜΣΑΦ (μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, π.χ. ασπιρίνη) έχει συσχετιστεί με υψηλότερα ποσοστά καρδιαγγειακών νοσημάτων όπως έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια και εγκεφαλικό επεισόδιο. Ακόμη, στις οξείες λοιμώξεις του αναπνευστικού όπου είναι ήδη αυξημένος ο κίνδυνος εμφάνισης αγγειακού εγκεφαλικού και εμφράγματος του μυοκαρδίου, η βραχυχρόνια χρήση ΜΣΑΦ, κατά τη διάρκεια των ασθενειών αυτών, σχετίζεται με περαιτέρω αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης επιπλοκών.  Επιπλέον, μια πρόσφατη ανασκόπηση υποδηλώνει ότι τα ΜΣΑΦ μετά από λοιμώξεις του αναπνευστικού αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών στο ίδιο σύστημα, όπως πνευμονία, υπεζωκοτικές συλλογές, παρατεταμένη ασθένεια, περιτοναϊκό απόστημα και επέκταση της λοίμωξης σε περισσότερες από μία εστίες στους πνευμονες. Τέλος, αυτά τα φάρμακα δύνανται να έχουν τοξική δράση στους νεφρούς.

Συνεπώς , εφόσον οι πιο σοβαρές επιπλοκές της covid-19 είναι η σήψη και η επιδείνωση του καρδιαγγειακού και αναπνευστικού συστήματος, αμφισβητείται η χρήση των ΜΣΑΦ και τίθεται υπό διερεύνηση η σύνδεση αυτών με τη νόσο Covid 19.

Γενικά, τα μέχρι σήμερα στοιχεία δεν είναι αρκετά ισχυρά για να υποστηρίξουν την διακοπή χρήσης ΜΣΑΦ τόσο σε άτομα με νόσο Covid-19 όσο και σε εκείνα χωρίς τη συγκεκριμένη νόσο. Σύμφωνα με τον WHO, φαίνεται πως δεν προκαλούν στους ασθενείς αυτούς ούτε σοβαρές επιπλοκές ούτε επηρεάζουν το προσδόκιμο και την ποιότητα ζωής τους. Όσοι λαμβάνουν αυτά τα φάρμακα υπό την καθοδήγηση του γιατρού τους οφείλουν να τα συνεχίσουν. Ωστόσο, όλες οι συνταγογραφούμενες ετικέτες αυτών των φαρμάκων προειδοποιούν πως η φαρμακολογική δραστηριότητα των ΜΣΑΦ στη μείωση της φλεγμονής και πιθανώς του πυρετού μπορεί να παρεμποδίσει τη διάγνωση λοιμώξεων, όπως τη Covid-19. Επίσης, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ αναφέρει πως όσοι επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν άλλες επιλογές θεραπείας εκτός των ΜΣΑΦ, υπάρχουν πολλαπλά φάρμακα με συνταγή ή χωρίς που είναι εγκεκριμένα για την ανακούφιση από τον πόνο και τη μείωση του πυρετού.

Σύγκριση με την Γρίπη

Ομοιότητες με τον ιό της γρίπης

Οι ιοί  της γρίπης και ο νέος ιός SARS-CoV-2 που οδηγεί στη νόσο Covid-19 παρουσιάζουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Πιο αναλυτικά, και οι δύο ιοί οδηγούν σε νόσο του αναπνευστικού συστήματος προκαλώντας από ασυμπτωματική και ήπια λοίμωξη μέχρι σοβαρή, που μπορεί να οδηγήσει και στο θάνατο. Επιπλέον, αμφότεροι οι ιοί μεταδίδονται με την επαφή, τα σταγονίδια καθώς και με μολυσμένα υλικά και αντικείμενα. Συνεπώς, και στις δύο νόσους απαιτούνται τα ίδια μέτρα προστασίας της Δημόσιας Υγείας προκειμένου τα άτομα να προφυλαχθούν από τη μόλυνση. Επιπρόσθετα, όπως και με τη γρίπη, τα αντιικά φάρμακα, εάν είναι αποτελεσματικά, πιθανότατα θα πρέπει να ξεκινήσουν νωρίς στο στάδιο της μόλυνσης ή να χρησιμοποιηθούν προληπτικά. Τα αντιβιοτικά φάρμακα δεν δρουν στους ιούς αυτούς αλλά σε βακτηριακές λοιμώξεις. Ακόμη, τόσο στη γρίπη όσο και στη Covid-19, οι ηλικιωμένοι, οι ασθενείς με χρόνιες παθήσεις και εκείνοι με ευάλωτο ανοσοποιητικό σύστημα φαίνεται πως κινδυνεύουν περισσότερο να εμφανίσουν σοβαρή λοίμωξη. Τέλος, υπάρχουν κάποια δεδομένα που υποδηλώνουν ότι η διασπορά του SARS-CoV-2 θα περιοριστεί τους καλοκαιρινούς μήνες με την άνοδο της θερμοκρασίας, όπως συμβαίνει και με άλλους ιούς όπως στην περίπτωση του ιού της γρίπης. Ωστόσο, αυτό δεν έχει αποδειχθεί με σιγουριά και, παράλληλα, αυτό δεν αποκλείει τη πιθανότητα μόλυνσης κατά τη διάρκεια θερμότερων περιόδων.

Διαφορές από τον ιό της γρίπης

Αρχικά, η γρίπη και η Covid-19 οφείλονται σε διαφορετικούς ιούς. Συγκεκριμένα, υπάρχουν τέσσερις τύποι ιών γρίπης: Α, Β, Γ και Δ. Οι ιοί της γρίπης Α και Β μπορούν να προκαλέσουν εποχικές επιδημίες, ενώ οι ιοί τύπου Α είναι οι μόνοι ιοί γρίπης που είναι γνωστό ότι προκαλούν πανδημίες. Επίσης, οι λοιμώξεις τύπου Γ της γρίπης, γενικά, προκαλούν ήπια ασθένεια και δεν θεωρείται ότι πυροδοτούν επιδημίες ανθρώπινης γρίπης. Αντιθέτως, οι ιοί τύπου Δ επηρεάζουν, κυρίως, τα βοοειδή και δεν είναι γνωστό ότι μολύνουν ή προκαλούν ασθένεια στους ανθρώπους. Η νόσος Covid-19, από την άλλη, οφείλεται στον ιό Sars-CoV-2, ο οποίος φαίνεται να προήλθε από τα ζώα και κατάφερε να μολύνει τους ανθρώπους. Πρόκειται για ιό που ανήκει στην ομάδα των ανθρώπινων κορονοϊών. 

Αναφορικά με τα συμπτώματα, στην Covid-19 αυτά εμφανίζονται σταδιακά, ενώ στη γρίπη απότομα. Ακόμη, η δύσπνοια, που χαρακτηρίζει τη νέα νόσο, δεν είναι σύνηθες σύμπτωμα της εποχικής γρίπης αλλά παρουσιάζεται στη γρίπη όταν αυτή γίνεται προχωρημένη και σοβαρή.

Η ταχύτητα μετάδοσης είναι, επίσης, ένα σημαντικό σημείο διαφοράς μεταξύ των δύο ιών. Πιο αναλυτικά, από την έκθεση ενός ατόμου σε ένα παθογόνο μικροοργανισμό, μέχρι την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων από την έκθεση αυτή, απαιτείται μικρότερο χρονικό διάστημα στη γρίπη. Ακόμη, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την έναρξη των συμπτωμάτων του πρώτου ασθενή με γρίπη μέχρι την έναρξη των συμπτωμάτων του δεύτερου είναι βραχύτερο. Αυτό το διάστημα για τον ιό SARS-CoV-2 εκτιμάται ότι είναι 5-6 ημέρες, ενώ για τον ιό της γρίπης, είναι 3 ημέρες.  Επομένως, η γρίπη φαίνεται πως εξαπλώνεται γρηγορότερα από την Covid-19.

Επίσης, o μέσος αριθμός των νέων λοιμώξεων που προκύπτουν από ένα μολυσμένο άτομο με SARS-CoV-2 θεωρείται ότι είναι μεταξύ 2 και 2,5, υψηλότερος από αυτόν της γρίπης. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις τόσο για τον ιό SARS- CoV-2 όσο και για τους ιούς της γρίπης εξαρτώνται από τον χώρο και τον χρόνο. Έτσι, η άμεση σύγκρισή τους καθίσταται δύσκολη.

Τα παιδιά, ακόμη, είναι σημαντικοί παράγοντες μετάδοσης του ιού της γρίπης στην κοινότητα. Για τον ιό SARS- CoV-2, τα αρχικά δεδομένα δείχνουν ότι τα παιδιά επηρεάζονται λιγότερο από τους ενήλικες και ότι τα ποσοστά σοβαρών περιστατικών στην ηλικιακή ομάδα 0-19 είναι χαμηλά. Στοιχεία από μελέτες στην Κίνα υποδεικνύουν ότι τα παιδιά μολύνονται από τους ενήλικες και όχι το αντίστροφο.

Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι το ποσοστό των ασθενών με σοβαρή κλινική εικόνα φαίνεται να είναι διαφορετικό. Για τον SARS- CoV-2, μέχρι σήμερα, τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι το 80% των λοιμώξεων είναι ήπιες ή ασυμπτωματικές, το 15% είναι σοβαρές και το 5% είναι κρίσιμες. Τα ποσοστά των σοβαρών και κρίσιμων λοιμώξεων φαίνεται πως θα είναι υψηλότερα από τα αντίστοιχα της γρίπης.

Ακόμη, στις ομάδες που κινδυνεύουν περισσότερο να νοσήσουν σοβαρά από λοίμωξη με γρίπη ανήκουν τα παιδιά και οι έγκυες. Σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, τόσο οι έγκυες όσο και τα παιδιά δεν φαίνεται να  νοσούν σοβαρά από τον SARS-CoV-2. 

Όσο για τη θνητότητα,  αυτή φαίνεται να είναι υψηλότερη στην Covid-19 συγκριτικά με τη γρίπη, ειδικά την εποχική. Ενώ η πραγματική θνητότητα του SARS-CoV-2 θα πάρει αρκετό χρόνο για να γίνει πλήρως κατανοητή, τα δεδομένα που υπάρχουν μέχρι στιγμής, δείχνουν ότι ο δείκτης θνητότητας (αλλιώς case fatality rate – βλ. γλωσσάρι) είναι μεταξύ 3-4%. Για την απλή εποχική γρίπη, αυτή είναι συνήθως αρκετά κάτω από το 0,1%. 

Επιπρόσθετα, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα νέο ιό, κανείς δεν είχε αποκτήσει προηγούμενη ανοσία σε αυτόν, γεγονός που, θεωρητικά, σημαίνει ότι ολόκληρος ο ανθρώπινος πληθυσμός είναι δυνητικά ευαίσθητος στη μόλυνση Covid-19. Αντιθέτως, ο ιός της γρίπης είναι γνωστός και η μόλυνση από ένα στέλεχος αυτού μία χρονιά, προσφέρει στο άτομο κάποιου βαθμού ανοσία σε παρόμοια στελέχη του ιού της γρίπης για ένα ή περισσότερα έτη. Για παράδειγμα, αν κάποιο άτομο είχε νοσήσει από τον ιό γρίπης Α(Η1Ν1), αναμένεται να έχει κάποιου βαθμού ανοσία σε παρόμοια στελέχη του ιού της γρίπης Α που μπορεί να κυκλοφορήσουν την τρέχουσα περίοδο. Βέβαια, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι τα αντισώματα είναι, κατά κύριο λόγο, λιγότερο αποτελεσματικά και ο ιός της γρίπης “αλλάζει” τόσο συχνά, με αποτέλεσμα να μην επικρατεί κάθε χρόνο το ίδιο στέλεχος γρίπης. Ακόμη, ο βαθμός προστασίας εξαρτάται από την κατάσταση υγείας του κάθε ατόμου. Νέα, υγιή άτομα, με φυσιολογικό ανοσοποιητικό σύστημα, προστατεύονται σε υψηλότερο βαθμό σε σχέση με άτομα με πιο εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα.

Επιπλέον, σύμφωνα με μία μελέτη, οι πνευμονίες που προκαλούνται από τους ιούς της γρίπης και τον Sars-CoV-2 είναι διαφορετικές. Οι ασθενείς με πνευμονία γρίπης είναι, κυρίως, παιδιά και λιγότερο ενήλικες και άτομα της κοινότητας. Επίσης, τα άτομα αυτά προσβάλλονται την άνοιξη και το χειμώνα και στα συμπτώματά τους περιλαμβάνονται υψηλός πυρετός, βήχας, φαρυγγαλγία, μυαλγία κτλ. Αντιθέτως, στην πνευμονία από Covid-19, οι ασθενείς που προσβάλλονται είναι, κυρίως, άτομα ηλικίας 40-60 ετών και εμφανίζουν συμπτώματα όπως πυρετό, δυσκολία στην αναπνοή και ξηρό βήχα, ενώ δεν λείπει και η διάρροια σε ορισμένες περιπτώσεις. Επιπρόσθετα, οι δύο πνευμονίες εμφανίζουν, κατά κύριο λόγο, διαφορετικά εργαστηριακά ευρήματα και διαφορετικά ευρήματα στην αξονική τομογραφία.

Εν κατακλείδι, ενώ υπάρχουν αρκετές θεραπευτικές ουσίες που βρίσκονται σήμερα σε κλινικές δοκιμές και περισσότερα από 20 εμβόλια που βρίσκονται σε εξέλιξη για τον SARS- CoV-2, δεν υπάρχουν, επί του παρόντος, άδειες για εμβόλια και θεραπευτικά προϊόντα. Αντίθετα, στη γρίπη είναι διαθέσιμα τόσο φάρμακα όσο και εμβόλια, ενώ το εμβόλιο κατά της γρίπης δεν είναι αποτελεσματικό έναντι του ιού SARS-CoV-2.

Σύγκριση με το Κοινό Κρυολόγημα

Ο ιός του κοινού κρυολογήματος είναι διαφορετικός από εκείνους της γρίπης και της Covid-19. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για έναν ρινοϊό. Επίσης, επειδή οι τρεις αυτές ασθένειες προσβάλλουν το αναπνευστικό σύστημα, παρουσιάζουν παρόμοια συμπτώματα, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να τις διακρίνουμε στηριζόμενοι μόνο σε αυτά.

Γενικά, η γρίπη και η Covid-19 είναι χειρότερες κλινικά από το κοινό κρυολόγημα, το οποίο χαρακτηρίζεται ως ηπιότερο και με συμπτώματα που είναι λιγότερο έντονα. Τα άτομα με κοινό κρυολόγημα, δηλαδή, είναι πιο πιθανό να έχουν ρινική συμφόρηση ή ρινική καταρροή, ενώ συμπτώματα όπως ο πυρετός, οι κρυάδες και οι πόνοι εμφανίζονται σπάνια ή και καθόλου συγκριτικά με τις άλλες δύο νόσους. Επιπλέον, η δυσκολία στην αναπνοή που παρατηρείται στη νόσο Covid-19 δεν εμφανίζεται στην απλή εποχική γρίπη και σε ένα απλό κρυολόγημα. Τέλος, ένα απλό κρυολόγημα δεν οδηγεί, γενικά, σε σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως πνευμονία, βακτηριακές λοιμώξεις ή νοσηλεία, σε αντίθεση με τη γρίπη και τον SARS-CoV-2 που μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές επιπλοκές όταν εξελιχθούν.

Σύγκριση με τις Εποχικές Αλλεργίες

Στις εποχικές αλλεργίες, σε αντίθεση με την Covid-19, το φτέρνισμα είναι ιδιαίτερα συχνό. Επίσης, συμπτώματα όπως ρινική καταρροή και φαγούρα στο λαιμό, που είναι είτε σπάνια είτε δεν εμφανίζονται καθόλου σε λοίμωξη από τον SARS-CoV-2, παρατηρούνται στο πλαίσιο αυτών των αλλεργιών. Ακόμη, στις αλλεργίες τα μάτια γίνονται κόκκινα, υγρά και με φαγούρα, συμπτώματα που δεν είναι εμφανή στην νόσο Covid-19. Τέλος, o πόνος στο στήθος, η αναπνευστική δυσκολία, ο πυρετός και ο ξηρός βήχας που εκδηλώνονται στους ασθενείς με SARS-CoV-2, δεν είναι χαρακτηριστικά των εποχικών.

Αναμφισβήτητα, τόσο οι παραπάνω διαφορές στα συμπτώματα όσο και ένα ιστορικό παλαιότερων αλλεργιών συμβάλλουν σημαντικά στην ανωτέρω διαφοροδιάγνωση.