H διάγνωση μιας νόσου αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της θεραπευτικής προσέγγισης. Εν μέσω μιας πανδημίας, τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεράσει ο θεράπων ιατρός και το σύστημα υγείας ως σύνολο είναι πολλά και μεγάλα. Σε αυτές τις συνθήκες αναδεικνύεται η σημασία μιας οργανωμένης διαγνωστικής διαδικασίας, η οποία θα βοηθήσει τους γιατρούς να αποφασίσουν πως θα βοηθήσουν τους ασθενείς, ενώ θα δώσει ζωτικές πληροφορίες στους επιδημιολόγους που μελετούν την διασπορά, την έκταση και γενικά όλες τις πτυχές της νόσου COVID-19.
Σε αυτό το εισαγωγικό άρθρο θα εξετάσουμε ποιοι είναι υποψήφιοι για διάγνωστικές εξετάσεις και πως γίνεται η λήψη δείγματος για τα τεστ. Στα επόμενα άρθρα θα αναλύσουμε της διαγνωστικές εξετάσεις, κυρίως δηλαδή την RT-PCR και τα τεστ Αντισωμάτων, καθώς και τι σημαίνει ένα θετικό ή αρνητικό τεστ για τον καθένα.
Ποιοι είναι υποψήφιοι για Διάγνωση;
Η υποψία για την διάγνωση της COVID-19 γίνεται κυρίως με βάση τα κλινικά σημεία (βήχας, δύσπνοια κ.α.), την τοπική επιδημιολογία και την ύπαρξη ή μη ιστορικού έκθεσης σε άλλο κρούσμα. Λόγω των αυξημένων περιστατικών που πληρούν τα κριτήρια, πολλές χώρες αναγκάζονται να επιλέξουν ποιους ασθενείς θα εξετάσουν. Οργανισμοί όπως ο WHO (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας), ο CDC (Κέντρο Ελέγχου Λοιμωδών Ασθενειών) και ο ΕΟΔΥ (Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας) δίνουν οδηγίες ο καθένας για την επιλογή αυτή.
Συγκεκριμένα, υποψία τίθεται σε όλους τους ασθενείς με λοίμωξη κατώτερου αναπνευστικού. Η υποψία γίνεται πιο σοβαρή εάν τα συμπτώματα είναι έντονα. Η πιθανότητα να πάσχει ο ασθενής απο COVID-19 και όχι από κάποια άλλη λοίμωξη του αναπνευστικού, ιική ή βακτηριακή, αυξάνει ανάλογα με το αν ο ασθενής διαμένει σε γεωγραφική περιοχή με κρούσματα, αν έχει ταξιδέψει σε περιοχή ή χώρα με κρούσματα, και φυσικά αν είχε επαφή με ύποπτο ή επιβεβαιωμένο κρούσμα τις τελευταίες 14 ημέρες. Για να θεωρηθεί ότι ήρθε σε επαφή πρέπει να βρισκόταν εντός 2 μέτρων από το άτομο χωρίς να φοράει προστατευτικό εξοπλισμό. Η εξακρίβωση του τελευταίου κριτηρίου είναι πρακτικά δύσκολη, καθώς δεν γνωρίζουν όλοι αν ήρθαν σε επαφή με πάσχοντες, ενώ υπάρχει και η πιθανότητα να γίνεται και εξάπλωση της νόσου από ασυμπτωματικούς ασθενείς.
Σύμφωνα με τις οδηγίες του ΕΟΔΥ, άτομα με υποψία για COVID-19 πρέπει να μην αναζητήσουν ιατρική περίθαλψη σε νοσοκομείο ή ιατρείο, αλλα να επικοινωνήσουν με τον γιατρό τους ή τον ΕΟΔΥ τηλεφωνικώς. Άτομα που δουλεύουν στο σύστημα υγείας ακολουθούν διαφορετικά κριτήρια. Σε γενικές γραμμές, υπάρχει μια σειρά προτεραιότητας για την διαγνωστική διαδικασία. Αυτό γίνεται επειδή κάποια περιστατικά έχουν ανάγκη την διάγνωση, όπως οι βαριά νοσούντες, για να καθοριστεί ένα θεραπευτικό πλάνο, καθώς και άτομα που δουλεύουν στα νοσοκομεία, που μπορούν να μεταφέρουν τον ιό. Άλλα περιστατικά είναι σημαντικό να εξεταστούν για την παρακολούθηση της νόσου και για τον έλεγχο της μετάδοσης, αλλά πιθανόν να μην αλλάζει την θεραπεία τους ή το πως θα βιώσουν την νόσο.
Στην Ελλάδα συγκεκριμένα ο ΕΟΔΥ αναφέρει ότι σε εργαστηριακό έλεγχο θα πρέπει να οδηγηθούν οι εξής ομάδες:
- Ασθενείς με Σοβαρή Οξεία Λοίμωξη του Αναπνευστικού (Severe Acute Respiratory Illness) που χρειάζονται νοσηλεία ή που νοσηλεύονται.
- Νοσηλευόμενοι ή φιλοξενούμενοι σε μονάδες ηλικιωμένων ή χρονίως πασχόντων που εκδηλώνουν οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού με πυρετό και βήχα ή δύσπνοια.
- Προσωπικό υπηρεσιών υγείας που εκδηλώνουν οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού με πυρετό.
- Ηλικιωμένοι (> 70 έτη) ή άτομα με σοβαρή χρόνια υποκείμενη νόσο (π.χ. χρόνια πνευμονοπάθεια, χρόνια καρδιαγγειακό νόσημα, σακχαρώδης διαβήτης, σοβαρή ανοσοκαταστολή) που εκδηλώνουν οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού με πυρετό και βήχα ή δύσπνοια [48].
Δειγματοληψία
Για την λήψη δείγματος για την PCR, το κύριο τεστ για την COVID-19, ένας ιατρός χρησιμοποιεί βαμβακοφόρο στυλεό, δηλαδή ένα εργαλείο σαν την καθημερινή μπατονέτα, τον οποίο ακουμπά και κινεί ελαφρά με πίεση στον φάρυγγα του ασθενούς με σκοπό να μείνει το δείγμα πάνω του. Έτσι λαμβάνεται το δείγμα του ανώτερου αναπνευστικού. Σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί να γίνει λήψη δείγματος από το κατώτερο αναπνευστικό, που γίνεται είτε με τη συλλογή πτυέλων με βήχα, είτε με βρογχοσκόπηση. Στην συνέχεια, τα δείγματα αυτά αποστέλλονται στο εργαστήριο, όπου και γίνεται η ανάλυση για την ανίχνευση του ιού.

Την σημασία της RT-PCR και των αποτελεσμάτων της θα συζητήσουμε στο επόμενο άρθρο.